- υπεροξυγονούχος
- -α, -ο, θηλ. και -ος, Νχημ. (για χημ. ένωση) αυτός που περιέχει στο μόριό του περισσότερο οξυγόνο από αυτό που περιέχεται σε μια κανονική ένωση.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. peroxygene < λατ. per «πολύ, υπερβολικά» + γαλλ. oxygene «οξυγονούχος» (πρβλ. οξυγόνο)].
Dictionary of Greek. 2013.